- θρασυξενία
- θρᾰσυ-ξενία, ἡ,A the boldness of a stranger, Pl.Lg.879e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρασυξενία — θρασυξενίᾱ , θρασυξενία the boldness of a stranger fem nom/voc/acc dual θρασυξενίᾱ , θρασυξενία the boldness of a stranger fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυξενία — θρασυξενία, ἡ (Α) το υπερβολικό θάρρος ξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + ξενία (< ξένος), πρβλ. φιλο ξενία] … Dictionary of Greek
θρασυξενίας — θρασυξενίᾱς , θρασυξενία the boldness of a stranger fem acc pl θρασυξενίᾱς , θρασυξενία the boldness of a stranger fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek